- φακέλου
- φάκελοςbundlemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόγραμμα — το 1. καταγραφή της προίκας 2. η επιγραφή με τη διεύθυνση του παραλήπτη ενός φακέλου 3. επιστολή, γράμμα … Dictionary of Greek
επικεφαλίδα — η (Α ἐπικεφαλίς) νεοελλ. 1. λέξη ή φράση που είναι γραμμένη στο πάνω μέρος χαρτιού, φακέλου ή εντύπου 2. λέξη ή φράση που αναγράφεται στην αρχή ενός κειμένου και αναφέρεται στο περιεχόμενο αρχ. το επιστέγασμα ξύλινου συγκροτήματος ή πολιορκητικής … Dictionary of Greek
φακελώδης — και εσφ. γρφ. φακελλώδης, ες, Ν [φάκελος / φάκελλος] (συν. για ρίζες φυτών) αυτός που έχει σχήμα φακέλου … Dictionary of Greek
επικεφαλίδα — η 1. λέξη ή φράση γραμμένη ή τυπωμένη στο πάνω μέρος χαρτιού (φακέλου ή εντύπου). 2. ενδεικτική (της έννοιας) λέξη ή φράση που γράφεται πάνω από κάποιο κείμενο ή τμήμα του, τίτλος: Επικεφαλίδα άρθρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριάρα — η 1. ποσό που έχει τρεις μονάδες. 2. (στο στρατό), τριήμερη φυλάκιση: Είναι στο πειθαρχείο με τριάρα. 3. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τρεις βόλους πάνω σε διάγραμμα που έχει το σχήμα κλεισμένου φακέλου. 4. πληθ., τριάρες, οι η περίπτωση όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάκελος — φάκελος, ο και φάκελο, το 1. χάρτινη θήκη για επιστολές ή έγγραφα: Τα γραμματόσημα του φακέλου. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση. 3. χαρτοφύλακας όπου ταξινομούνται και φυλάγονται έγγραφα, ντοσιέ: Ο μπλε φάκελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)